σαλαμανδρα

σαλαμανδρα
    σαλαμάνδρα
     зоол. саламандра Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σαλαμανδρα" в других словарях:

  • σαλαμάνδρα — σαλαμάνδρᾱ , σαλαμάνδρα salamander fem nom/voc/acc dual σαλαμάνδρᾱ , σαλαμάνδρα salamander fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλαμάνδρᾳ — σαλαμάνδρᾱͅ , σαλαμάνδρα salamander fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλαμάνδρα — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα αμφίβια της τάξης των ουροδελών, που ανήκουν σε διαφορετικές υποτάξεις και οικογένειες. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην οικογένεια των Σαλαμανδριδών· τυπικό δείγμα είναι η μαύρη και η κίτρινη σ (sala… …   Dictionary of Greek

  • σαλαμάνδρα — η 1. αμφίβιο ερπετό της οικογένειας των σαλαμανδριδών που μοιάζει με τη σαύρα. 2. είδος θερμάστρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαλαμάνδρας — σαλαμάνδρᾱς , σαλαμάνδρα salamander fem acc pl σαλαμάνδρᾱς , σαλαμάνδρα salamander fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλαμάνδραι — σαλαμάνδρᾱͅ , σαλαμάνδρα salamander fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλαμάνδραν — σαλαμάνδρᾱν , σαλαμάνδρα salamander fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλαμάνδρη — σαλαμάνδρα salamander fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλαμάνδρην — σαλαμάνδρα salamander fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλαμάνδρειος — ον, Α [σαλαμάνδρα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σαλαμάνδρα ή ο όμοιος με σαλαμάνδρα …   Dictionary of Greek

  • αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»